ΤΟ
ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ
ΚΑΙ Η ΠΟΡΕΙΑ
ΤΟΥ
ΤΑ ΜΑΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ
Η
λέξη θέατρο
προέρχεται από
τα αρχαία
ελληνικά και
σήμαινε αρχικά σύνολο
θεατών. Μετά
πήρε τη σημασία
του τόπου όπου
γίνεται το
θέαμα και της
ίδιας της
παράστασης.
Οι
γνώσεις μας για
το αρχαίο
θέατρο
στηρίζονται σε
τρεις πηγές:
1.
Αρχαιολογικά
ευρήματα από
ανασκαφές στα
αρχαία θέατρα
και
παραστάσεις
από
αγγειογραφίες,
2.
Μεταγενέστερη
παράδοση όπως
πραμάτειες για
θεάματα
θεάτρου και
αναφορές
ρητόρων και
ιστορικών και
3.
Σωζόμενα
δραματικά
κείμενα.
Τα πρώτα ελληνικά θέατρα συνοδεύονται με την λατρεία του Διονύσου. Ο ανοιχτός κυκλικός χώρος που λατρευόταν ο θεός με την πάροδο του χρόνου και την εξέλιξη του διθυράμβου σε δράμα μετασχηματίστηκε βαθμιαία στη συγκεκριμένη αρχιτεκτονική μορφή του αρχαίου θεάτρου.
Τρία ήταν τα βασικά μέρη του αρχαίου θεάτρου:
· Το κυρίως θέατρον ή κοίλον, το μέρος που προοριζόταν για τους θεατές.
· Η ορχήστρα , ο κυκλικός ή ημικυκλικός χώρος όπου ώρχείτο , ο χορός.
· Η σκηνή , ο χώρος των υποκριτών.
Το κοίλον:Το κυρίως θέατρο περιλαμβάνει τα εδώλια (καθίσματα) των θεατών τα οποία περιβάλλουν ημικυκλικά την ορχήστρα. Είναι κτισμένα αμφιθεατρικά και ακολουθούν την πλαγιά του λόφου , στον οποίο συνήθως κατασκευαζόταν το θέατρο. Ένα ή δυο διαζώματα (πλατείς οριζόντιοι διάδρομοι ) χώριζαν το κοίλον κοίλων σε δυο ή τρεις ζώνες, για να διευκολύνουν την κυκλοφορία των θεατών. Τις σειρές των εδωλίων διέκοπταν κάθετα προς την ορχήστρα, κλίμακες από τις οποίες οι θεατές ανέβαιναν στις ψηλότερες θέσεις .Τα τμήματα των εδωλίων ανάμεσα στις κλίμακες ονομάζονταν κερκίδες. Η χωρητικότητα των αρχαίων θεάτρων ήταν πολύ μεγάλη. Το θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα χωρούσε 17.000 θεατές, της Εφέσου 16.000, της Επιδαύρου 14.000.
Η ορχήστρα:Ο κυκλικός ή ημικυκλικός χώρος ανάμεσα στο κοίλο και την σκηνή αποτελούσε την ορχήστρα. Όπως φαίνεται από τα θέατρα που έχουν διασωθεί , η ορχήστρα βρισκόταν λίγο χαμηλότερα από τη σκηνή. Σε ορισμένα θεατρικά έργα φαίνεται ότι ο χορός αναμειγνυόταν με τους υποκριτές, ιδιαίτερα στις κωμωδίες και το πιθανότερο είναι ότι οι υποκριτές και χορευτές αρχικά κινούνταν στο ίδιο επίπεδο. Αργότερα οι υποκριτές χωρίστηκαν από τον χορό και έπαιζαν σε υπερυψωμένο δάπεδο. Η είσοδος του χορού στην ορχήστρα γινόταν από δυο πλευρικές διόδους, τις παρόδους. Στο κέντρο της ορχήστρας βρισκόταν ο βωμός του Διονύσου, η θυμέλη. Πίσω από την θυμέλη έπαιρναν θέση ο αυλητής και ο υποβολέας.
Η σκηνή:Η σκηνή, το τρίτο αρχιτεκτονικό μέλος του θεάτρου, εκτεινόταν πίσω από την ορχήστρα. Ήταν η σκηνή ένα απλό επίμηκες οικοδόμημα που παρέμεινε ξύλινο μέχρι τα τέλη του 4ουαιώνα π.Χ. Προοριζόταν, στην αρχή τουλάχιστον , για να φυλάγουν οι υποκριτές τα σκεύη και τα υλικά τους. Κατά μήκος του τοίχου της σκηνής, προς το μέρος των θεατών, κατασκευάστηκε ένα ξύλινο και αργότερα πέτρινο ή μαρμάρινο υπερυψωμένο δάπεδο, πάνω στο οποίο έπαιζαν οι ηθοποιοί. Ο χώρος αυτός ονομάστηκε λογείο και δεν υπήρχε κατά τους κλασικούς χρόνους.
Ο τοίχος της σκηνής πίσω από το λογείο παρίστανε ό,τι απαιτούσε το διδασκόμενο έργο. Συνήθως απεικόνιζε πρόσοψη ναού ή ανακτόρου με δυο ορόφους. Είχε μία ή τρεις θύρες, από τις οποίες έβγαιναν στην ορχήστρα τα πρόσωπα του δράματος που βρίσκονταν στα ανάκτορα.. Τα πρόσωπα που έρχονταν απέξω και όχι από τα ανάκτορα ,έμπαιναν από δύο παρόδους.
Στην Αθήνα και στο θέατρο του Διονύσου επικράτησε η εξής συνήθεια: η ερχόμενη από την πόλη ή το λιμάνι έμπαιναν στη σκηνή από τη δεξιά, σε σχέση με το θεατή, πάροδο, ενώ όσοι έφταναν από τους αγρούς από την αριστερή. Η σύμβαση αυτή ίσως συνδέεται με τα τοπογραφικά δεδομένα της Αθήνας.
Γενικά ο χώρος του αρχαίου θεάτρου συνδέεται άμεσα με τη θεατρική πράξη, πράγμα που σημαίνει ότι το δράμα μόνο στο συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό χώρο μπορούσε να λειτουργήσει θεατρικά.
Είναι γνωστό ότι με τον θεατρικό χώρο συνδέεται και η σκηνογραφία, όπως και η χρησιμοποίηση μέσων και μεθόδων που εξασφαλίζουν την επιτυχία της θεατρικής σύμβασης.
ΤΑ ΜΑΓΙΚΑ
ΔΡΩΜΕΝΑ ΚΑΙ ΟΙ
ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ
ΘΕΑΤΡΟΥ
Σε μια προϊστορική για την ανθρωπότητα περίοδο, πολύ πριν από τις Διονυσιακές τελετές και το χωρικό άσμα του διθυράμβου (μέσα από το οποίο εξελίχθηκε με βραδεία διαδικασία το αρχαίο δράμα), εντοπίζουμε παρόμοιες τελετές μαγικού και λατρευτικού χαρακτήρα. Ο πρωτόγονος άνθρωπος, προκειμένου να ερμηνεύσει τα φυσικά φαινόμενα προσέφευγε στη μυθοπλασία. Κυρίως όμως προσπαθούσε να επηρεάσει τη ροή των ίδιων των γεγονότων μέσα από ποικίλα δρώμενα που είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: τις μιμητικές ομαδικές κινήσεις – εκκλήσεις προς τις θεοποιημένες φυσικές δυνάμεις.
Στα δρώμενα αυτά διακρίνουμε μια πρώιμη, «εμβρυϊκή» καλλιτεχνική έκφραση του ανθρώπου, προ-λογική και σαφώς προ-αισθητική, που δεν έχει οργανωμένο λόγο. Η έκφραση όμως αυτή έδινε ταυτοχρόνως διέξοδο στο μιμητικό ορμέμφυτο του πρωτογόνου, στην κλίση του για τη δημιουργία και την απόλαυση ενός θεάματος. Στην «έκρηξη» αυτού του ορμέμφυτου πρέπει να εντοπίσουμε και τις απαρχές του θεάτρου. Σ΄ αυτόν τον πρωτογενή αυτοσχεδιασμό, στην πρώτη άγρια μορφή αναπαράστασης ενός πόθου, ενός φόβου, μιας πρόληψης, πρέπει να δούμε τις ρίζες του θεάτρου.
Τα δρώμενα των πρωτογόνων, που διεξάγονταν σε χώρους οι οποίοι εξαγνίζονταν πρώτα, για να υποδεχτούν τη μαγική τελετή, ή σε χώρους με συμβολική αξία (βράχους, ποτάμια κ.ά), είχαν τόσο τη σοβαρή τους μορφή όσο και την ευτράπελη. Αυτή η διπλή όψη των δρώμενων προανήγγελλε – πριν ακόμα ισχύσει ο λόγος ως σύστημα επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους –τις δύο μορφές του θεάτρου, την τραγωδία και την κωμωδία, που είναι σύμφυτες με τη ίδια τη ζωή.
Η ιεροτελεστίες των αρχαίων ανθρώπων μετατράπηκαν σιγά σιγά ώσπου έγιναν αληθινές θεατρικές παραστάσεις. Το θέατρο δυτικού τύπου γεννήθηκε στην αρχαία Ελλάδα, με την τραγωδία. Φαίνεται πως αυτή η θεατρική μορφή ξεκίνησε από τις τελετές της λατρείας του Διονύσου, θεού της γονιμότητας και του μεθυσιού. Οι τελετές αυτές τόνιζαν τις έντονες και οδυνηρές πλευρές της ζωής οπότε η τραγωδία, στην ολοκληρωμένη της μορφή (5ος αιώνας π.Χ) πραγματεύονταν προβλήματα συνείδησης με κατάληξη βίαιη, πένθιμη και ένα ηθικό μήνυμα. Ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης υπήρξαν οι μεγαλύτεροι Έλληνες τραγικοί. Μαζί με τον Ουίλλιαμ Σαίξπηρ θεωρούνται οι πιο μεγάλοι όλων των εποχών. Στην αρχαία Ελλάδα η τραγωδία συνοδευόταν από την κωμωδία, που ήταν πιο «ελαφριά» και διασκεδαστική. Αυτά τα δύο είδη συνεχίστηκαν με τους Ρωμαίους. Έπειτα στο Μεσαίωνα, τα πράγματα άλλαξαν. Επιτρεπόταν επίσημα μονάχα η «ιερή αναπαράσταση» που εκτελούνταν μέσα στην εκκλησία ή κάτω από την κύρια είσοδό της. Στην αρχή οι παραστάσεις είχαν να κάνουν με τη ζωή του Χριστού. Αργότερα προστέθηκαν οι βίοι των αγίων και οι παραστάσεις γίνονταν και στις πλατείες. Μοντάρανε διάφορα σκηνικά, που παρίσταναν τους τρόπους της ζωής του Χριστού ή του αγίου. Οι ηθοποιοί μετακινούνταν από το ένα σκηνικό στο άλλο, ανάλογα με τα μέρη του δράματος. Οι μίμοι και οι γελωτοποιοί απάγγελναν διάφορες ιστορίες στις πλατείες ή πάνω σε κάρα στα πανηγύρια. Αυτό ήταν θέατρο κριτικής και σάτιρας.
Η τραγωδία στην εξελιγμένη μορφή της παρουσιάζει την εξής δομή: αρχίζει με έναν «πρόλογο» συνήθως, που εισάγει το θεατή στην υπόθεση, συνεχίζεται με τη «πάροδο», το άσμα που τραγουδάει ο χορός με την είσοδό του στην ορχήστρα και ακολουθούν τα «επεισόδια» διαλογικά μέρη, όπου τα πρόσωπα του δράματος συγκρούονται, διαπράττουν το τραγικό σφάλμα και προκαλούν την επέμβαση της ανώτατης δύναμης. Τα «επεισόδια» εναλλάσσονται με χορικά άσματα, τα «στάσιμα», όπου τα μέλη του χορού ορχούνται, φιλοσοφούν για τη ζωή, νουθετούν, απεύχονται τη συμφορά, αδυνατούν όμως να την εμποδίσουν. Το τελευταίο τμήμα της τραγωδίας είναι η «έξοδος». Ιδιαίτερα συγκινησιακό στοιχειό της τραγωδίας είναι ο «κομμός», όπου ένα πρόσωπο θρηνεί, τραγουδώντας μόνο του ή εναλλάξ με τον κορυφαίο του χορού. Οι κομμοί συχνά συμπίπτουν με την έξοδο. Χαρακτηριστικές επίσης για την αφηγηματική και δραματική αξία τους είναι οι σκηνές της αναγνώρισης, όπου ένα πρόσωπο αναγνωρίζει ένα άλλο, δικό του, που το θεωρούσε χαμένο.
Ο Αισχύλος(525-456 πΧ), ο πρώτος από τους τρεις μεγαλύτερους τραγικούς ποιητές, μυημένος στα Ελευσίνια μυστήρια και μαραθωνομάχος, έγραψε 90 έργα, από τα οποία σώζονται τα επτά: η τριλογία Ορέστεια (Αγαμέμνων, Χοηφόροι και Ευμενίδες),κορυφαίο επίτευγμα του ανθρώπινου πνεύματος, Πέρσαι, Ικέτιδες, Προμηθεύς Δεσμώτης και επτά επί Θήβας.
Ο Σοφοκλής(496-405 πΧ) ο «τελειότατος των τραγικών» κατά τον Ξενοφώντα, θα αυξήσει τον αριθμό των υποκριτών από δύο σε τρεις όπως και των χορευτών από δώδεκα σε δεκαπέντε, και θα περιορίσει τα άσματα του χορού δίνοντας μεγαλύτερη έκταση στο διάλογο. Στα έργα του Σοφοκλή, παρόλο που οι υπερβατικές δυνάμεις εξακολουθούν να έχουν ρυθμιστικό χαρακτήρα στη δράση, η έκβαση των πραγμάτων θα εξαρτηθεί από τη βούληση και τις επιλογές των ηρώων. Ο Σοφοκλής παράγει έτσι το τραγικό από τη σύγκρουση του ατόμου με τον εαυτό του ή με τους άλλους. Από τα έργα του έχουν διασωθεί ακέραια επτά: Τραχίνιαι, Αντιγόνη, Οιδίπους Τύραννος, Ηλέκτρα, Φιλοκτήτης, Αίας και Οιδίπους επί Κολωνώ.
Ο Ευριπίδης(484 ή 480-406) θα οργανώσει τις αναζητήσεις του με επίκεντρο τον άνθρωπο – οι θεοί συμβάλουν τεχνικά (από μηχανής θεός) στην έξοδο των ηρώων από την περιπέτεια. Θα δοκιμάσει τολμηρές ψυχογραφικές περιγραφές των χαρακτήρων του, θα δώσει έμφαση στην πλοκή, θα ελαττώσει την παρεμβατικότητα του χορού, ενώ θα προετοιμάσει το νεότερο ψυχολογικό και κοινωνικό δράμα(ενδεικτικός ο διχασμός της Μήδειας ανάμεσα στο πάθος και τη λογική). Από τα έργα του έχουν σωθεί τέσσερις τραγωδίες εμπνευσμένες από τον Τρωικό πόλεμο και τα συναφή γεγονότα: Τρωάδες, Εκάβη, Ανδρομάχη και Ρήσος, πέντε τραγωδίες από το μυθικό κύκλο των Ατρειδών: Ιφιγένεια η εν Αυλίδι, Ιφιγένεια η εν Ταύροις, Ορέστης, Ηλέκτρα, Ελένη, και μια από τον οίκο των Λαβδακιδών: Φοίνισσαι. Άλλα έργα του Ευριπίδη είναι: Άλκηστης, εμπνευσμένη από ένα δημοφιλή λαϊκό μύθο της εποχής, Ιππόλυτος, Μήδεια, Βάκχαι, Ικέτηδες, Ίων, Ηρακλείδαι, Ηρακλής και σατυρικό δράμα Κύκλωψ.
Ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (1564-1616), ο μεγαλύτερος δραματουργός μετά τους αρχαίους Έλληνες τραγικούς, θα σηκώσει με το έργο του μια πνευματική θύελλα στα τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα. Με το μύθο και την συνεκτικοί πλοκή των έργων του, θα αιχμαλωτίσει των αδαή και μέσο θεατή και, με τη φιλοσοφία, τις ιδέες και το ρητορικό σχεδιασμό τους, θα κερδίσει τους διανοούμενους. Οι ήρωες του, στο έλεος των παθών τους, θα ζήσουν το άγριο, αιμοσταγές παιχνίδι της μοίρας. Τα αισθήματά τους οδηγούνται στα όρια της αντοχής τους: ο έρωτας, το μίσος, η εκδίκηση αποκαλύπτουν μέσα από μια οδυνηρή «ανατομία» τα σπλάχνα της ύπαρξης.
Ο
Σαίξπηρ έγραψε
τραγωδίες όπως:
Τίτος
Ανδρόνικος,
μια ματωμένη
ιστορία
ακρωτηριασμού,
βιασμού,
θανάτου και
εκδίκησης, Ρωμαίος
και Ιουλίετα,
ένα ρομαντικό
δράμα για τον
έρωτα δύο νέων,
που οι
κοινωνικές
προκαταλήψεις
οδήγησαν σε
τραγικό τέλος, Οθέλος,
ένα έργο που
ασχολείται με
την διάβρωση
του ήρωα από
την ζήλια,
προϊόν μιας
διαβολικής
δολοπλοκίας, Μάκβεθ,
μια ιστορία
διεστραμμένων
πάθους για την
εξουσία, Άμλετ,
ένα ποίημα
για την ζωή και
για την μοίρα
του αθώου στην
πάλη του για
τις υπέρτατές
αξίες του
δικαίου και της
τιμής, Βασιλιάς
Ληρ, κορυφαίο
έργο, όπου η
ανθρώπινη
αλαζονεία
οδηγεί στην
τελική
συντριβή του
ατόμου αλλά και
στον θρίαμβο
της
αυτογνωσίας.
Από της κωμωδίες του αναφέρουμε: Το ημέρωμα της στρίγκλας, Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, Ο έμπορος της Βενετίας, ‘όπου το πάθος της πλεονεξίας οδήγησε τον Εβραίο Σάυλοκ στην αφαίμαξη του οφειλέτη του, Όπως αγαπάτε, Δωδέκατη νύχτα ,ένα ειδυλλιακό έργο, όπου η μελαγχολία εναλλάσσεται με τη φάρσα και όπου το γέλιο των Αρλεκίνων μπερδεύεται με τους ερωτικούς στεναγμούς πριγκίπων, Με το ίδιο μέτρο, Τέλος καλό όλα καλά κ.ά.
Ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ έγραψε επίσης τρία έργα με υπόθεση από την Ρωμαϊκή ιστορία: Ιούλιος Καίσαρ, Αντώνιος και Κλεοπάτρα , Κοριολανός, και τις δραματικές ιστορίες: Κυμβελίνος, Χειμωνιάτικο παραμύθι, Τρικυμία, υπακούοντας στις αναζητήσεις του κοινού για ψυχαγωγία και φυγή στο όνειρο.
Το στήσιμο μιας παράστασης χρειάζεται, εκτός των άλλων παραγόντων που αναφέραμε, και τεχνική στήριξη: χρειάζεται δηλαδή θεατρικές μηχανές και εργαλεία για την σκηνική κατάσταση. Όσο πιο εξελιγμένες είναι αυτές οι μηχανές, τόσο πιο ενδιαφέρον είναι το αποτέλεσμα. Έτσι η τεχνολογία στην συμβατική ή και στην ηλεκτρονική μορφή τη, συντελεί τα μέγιστα στην αισθητική της παράστασης και στις συναφείς εντυπώσεις που προσλαμβάνουν θεατές.
Οι κυριότερες από τις μηχανές που χρησιμοποιούνται στο θέατρο είναι:
1. Το περιστροφικό σύστημα. Το δάπεδο της σκηνής διαθέτει έναν χωνευτό κυκλικό σύστημα, που μπορεί να περιστρέφεται και να μετακινεί ό,τι είναι τοποθετημένο πάνω του: σκηνικά, ηθοποιούς κτλ. Η έκπληξη για το θεατή είναι ότι οι ηθοποιοί μετακινούνται χωρίς να βαδίζουν, ότι τα σκηνικά (σπίτια, ανάκτορα κ.ά.) αλλάζουν θέση στο χώρο χωρίς να τα αγγίζει κανείς.
Αν τώρα αυτό το περιστροφικό σύστημα χωριστεί καθέτως στα δυο με ένα σκηνικό, μπορεί, όση ώρα χρησιμοποιείται από τους ηθοποιούς το α΄ ημικύκλιο για την παράσταση του έργου, στο β΄ ημικύκλιο να στήνουν οι τεχνικοί τα σκηνικά της επόμενης πράξης.
2.
Ο αναβατήρας.
Το πάτωμα της
σκηνής είναι
συχνά το πάτωμα
ενός τεράστιου
αναβατήρα (ασανσέρ),
που μπορεί να
κατεβαίνει ως
το υπόγειο ή να
ανεβαίνει ως
την οροφή της
σκηνής.
Διευκολύνει
την
παραστασιμότητα
ενός έργου με
τις απρόοπτες
αλλαγές χώρου,
τις αναλήψεις
αλλά και τον
καταποντισμό
των ηθοποιών ή
την παράλληλη
στατική δράση
στο παρασκήνιο.
3.
Τα
τραμπουκέτα.
Σε σκηνή που
διαθέτει
υπόγειο συχνά
σχεδιάζονται
κυκλικές ή
παραλληλόγραμμες
οπές, που
ανοίγουν στο
κρίσιμο σημείο
της παράστασης,
για να «καταπιούν»
ό,τι έχει
τοποθετηθεί επάνω
τους, έναν
ηθοποιό ή ένα
σκηνικό
αντικείμενο,
του οποίου η
εξαφάνιση
μοιάζει μαγική
ή ανεξήγητη.
Η θεατρική δημιουργία μπορεί να διακριθεί σε δυο βασικές κατηγορίες: στην έντεχνη και στη λαϊκή. Στο έντεχνο θέατρο ο επώνυμος συγγραφέας δημιουργεί αντλώντας υλικό από την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του ή από διαχρονικές αξίες. Τα κυριότερα είδη στα οποία έχουν διαπρέψει οι συγγραφείς του έντεχνου θεάτρου είναι: τραγωδία, κωμωδία, αστικό δράμα.
Το λαϊκό θέατρο προέρχεται από ανώνυμο δημιουργό και στηρίζεται στον αυτοσχεδιασμό. Η διάδωσή του βασίζεται στην προφορικότητα, στη μετάδοσή του από στόμα σε στόμα. Στο λαϊκό θέατρο, που επιβιώνει στις μέρες μας με τα δρώμενα του καρναβαλιού δεν ισχύει η συμβατική σχέση πλατείας και σκηνής, αφού ο ένας μπορεί να περάσει στο χώρο του άλλου. Στην ίδια κατηγορία πρέπει να ενταχθεί και το θέατρο σκιών, ο Καραγκιόζης με πλούσια παράδοση, οικείο ύφος, ιδιαίτερη γλωσσική ταυτότητα και θεματογραφία, και τέλος τυποποιημένους ήρωες(Νιόνιος, Κολλητήρι). Μορφή λαϊκού θεάτρου, που ζει και ευδοκιμεί στις μέρες μας ως αυτοσχέδιο δρώμενο και όχι ως παράσταση έργου επώνυμου συγγραφέα, είναι το «θέατρο του δρόμου». Τέλος αξίζει να αναφέρουμε και το «χάπενινγκ» με την αυτοσχέδια δραματοποίηση γεγονότων της καθημερινής κοινωνικής ζωής, στα οποία ασκείται κριτική με σατυρική διάθεση.
§
ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΘΕΑΤΡΟΛΟΓΙΑΣ
§
«ΑΝΤΙΓΟΝΗ»
ΣΟΦΟΚΛΗ
§
ΕΡΓΑΣΙΑ
ΤΩΝ:
ü
ΚΟΤΣΙΑΪ
ΦΛΩΡΑ
ü
ΚΟΝΤΑΡΙΝΗ
ΕΛΕΝΑ
ΤΑΞΗ:
Β2΄
ΣΧΟΛΙΚΟ
ΕΤΟΣ:
2006-2007